Page 11 - U

Basic HTML Version

11
νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ σε αυτήν, προτού περάσω στη νέα θεατρική περίοδο από το 1996
έως το 2011.
Η εν λόγω παράσταση, λοιπόν, είναι του έτους 1987 και ο τίτλος της μας παραπέμπει ευθύς αμέσως
και στο θέμα. Πρόκειται για
Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ
.
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία σε αυτήν τη δραματοποίηση που με εντυπωσιάζουν. Πρώτα – πρώτα,
είναι ο ρεαλιστικά σκηνογραφημένος χώρος της κρύπτης, ο στενός αυτός και υπόγειος χώρος, όπου
διαδραματίζεται η καθημερινότητα της μικρής Εβραιοπούλας την περίοδο του ναζισμού. Τα σκούρα
γήινα χρώματα των σκηνικών και των ρούχων εξωτερικεύουν τα βαθύτερα συναισθήματα της
θλίψης και του φόβου του κοριτσιού. Έπειτα, είναι η ρεαλιστική μεταμφίεση των μαθητών –
μαθητριών σε πρόσωπα μεγαλύτερης ηλικίας από τη δική τους. Για παράδειγμα, το χτένισμα του
κοριτσιού – μητέρας στο έργο είναι πιστό στην εποχή του και στην ηλικία που χρειάζεται να
αναδειχθεί. Κλείνοντας, αυτό που με εξέπληξε ευχάριστα είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει αναλάβει
να παρουσιάσει το ρόλο της η μαθήτρια – Άννα Φρανκ. Είναι σπιρτόζα, κωμική, συναισθηματική. Με
την παρουσία, την κίνηση και το λόγο της γοητεύει το θεατή και σίγουρα επισκιάζει τα υπόλοιπα
πρόσωπα του έργου. Ως «θεατής» είχα την αίσθηση ότι η αληθινή Άννα Φρανκ ήταν που
περιδιάβαινε στη σκηνή. Τόσο αυθεντική υπήρξε η υποκριτική εκείνης της μαθήτριας.
Προχωρώντας πιο πέρα και προτού αρχίσει η αναφορά στις παραστάσεις, πρέπει να
διευκρινίσουμε ορισμένα σημεία, τα οποία αφορούν στην «ανάγνωση» του θεάτρου. Πιο
συγκεκριμένα, όταν καλούμαστε να δούμε ένα θεατρικό έργο, δε σημαίνει αυτό ότι καλούμαστε
απλώς να «ακούσουμε» το κείμενο που – ενδεχομένως – να έχουμε διαβάσει πρωτύτερα.
Το θέατρο, όπως είναι σε όλους γνωστό, είναι μια τέχνη που αποτελεί χοάνη πολλών τεχνών.
Επομένως, το βλέμμα του θεατή οφείλει να είναι εστιασμένο ταυτοχρόνως σε πολλά σημεία και
επίπεδα (διαφορετικής καλλιτεχνικής φύσεως) της παράστασης. Δεν αρκεί να ειπωθούν τα λόγια του
λογοτεχνικού – ή μη – κειμένου στη σκηνή. Τα λόγια υπάρχουν στη σκηνή, για να γίνονται βίωμα,
αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για θέατρο. Οι ηθοποιοί είναι αυτοί που επωμίζονται αυτόν
τον δύσκολο ρόλο, να μας πείσουν ότι όλα αυτά που βλέπουμε είναι αληθινά ή έστω εν δυνάμει
αληθινά.
6
Πολλές φορές σκέφτομαι πως ορισμένα πράγματα είναι γνωστά και πως ίσως να είναι περιττή η
αναφορά μου σε αυτά. Όμως, εξίσου πολλές φορές έχω παρατηρήσει ανθρώπους που πιστεύουν
πως γνωρίζουν την τέχνη του θεάτρου να κάνουν βασικά λάθη σε βασικά σημεία της θεατρικής
τέχνης. Η εισαγωγή αυτή γίνεται, για να καταλήξει στο ρόλο του σκηνοθέτη για μια θεατρική
παράσταση. Στην ουσία, από την τέχνη της σκηνοθεσίας αρχίζουν και τελειώνουν σχεδόν τα πάντα,
εφόσον ένα κείμενο είναι απαράλλαχτο, εάν δεν υπάρξει η προσωπική άποψη του ανθρώπου –
σκηνοθέτη που θα αναλάβει την επαναδημιουργία του επάνω στη σκηνή. Σύμφωνα με αυτό, η
Δωδέκατη Νύχτα
του Σαίξπηρ
7
– για παράδειγμα – έχει τη δυνατότητα να υπάρξει στη σκηνή σε
6
Σε αυτό το σημείο, θέλω να αναφέρω ότι στο βιβλίο ενός από τους καθηγητές μου στη σχολή θεάτρου, υπάρχει αυτό που θα
γράψω εδώ με λόγια δικά μου και που με συγκινεί βαθύτατα… Ότι αρκούν ένα πατάρι, ένας ηθοποιός και ένας – τουλάχιστον
– θεατής, για να γεννηθεί μια θεατρική πράξη! Είναι εκπληκτικό το πόσο λιτό αλλά ταυτοχρόνως και το πόσο μαγικό μπορεί
να υπάρξει το θέατρο. (Παπανδρέου Νικηφόρος,
Περί θεάτρου,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1989)
7
Ουίλιαμ Σαίξπηρ,
Δωδέκατη νύχτα,
μτφρ. Γιώργος Ξενίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1999.