Page 6 - U

Basic HTML Version

6
θεάτρου. Υπήρξε θεατής παραστάσεων σε θέατρα όπως το Εθνικό και το Ηρώδειο, το Θέατρο
Τέχνης του Κάρολου Κουν, αλλά και του Φεστιβάλ Αθηνών. Υπήρξε αναμφισβήτητα τυχερός που
από τη θέση του θεατή γνώρισε εξέχουσες μορφές της υποκριτικής τέχνης, όπως είναι ο Αλέξης
Μινωτής, η Κατίνα Παξινού, ο Θάνος Κωτσόπουλος, η Άννα Συνοδινού, η Αντιγόνη Βαλάκου, η
Μαίρη Αρώνη, η Βάσω Μανωλίδου, ο Πέτρος Φυσσούν, η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν.
Παράλληλα με τη συχνή παρακολούθηση παραστάσεων, ο κύριος Ν. Κοπιδάκης μελετούσε θεατρικά
κείμενα (όπως του Μπέκετ και του Ιονέσκο) και τάσεις (όπως το θέατρο του παραλόγου) του
σύγχρονου δραματολογίου και ήταν ενήμερος για τη θεατρική δραστηριότητα στην Ευρώπη και την
Αμερική.
Ως φυσικό επακόλουθο αυτής της θεατρικής παιδείας, στο νέο σχολείο των αρχών της δεκαετίας
του ’60 η διδασκαλία των νεοελληνικών κειμένων ήταν άκρως δημιουργική και πρωτότυπη σε
σύγκριση με τα δεδομένα της εποχής. Οι μαθητές και οι μαθήτριες είχαν την τύχη και την ευκαιρία
να θεατροποιούν τα κείμενα της διδακτέας ύλης και να βιώνουν τη διαδικασία αυτή πέρα από τους
παραδεδεγμένους σχολικούς κανόνες! Η επιτυχία του αποτελέσματος αυτής της εργασίας και η
απήχηση του εγχειρήματος στη σχολική κοινότητα υπήρξαν αργότερα – στο μέσο της ίδιας
δεκαετίας - το εφαλτήριο των πρώτων σκέψεων για τη δημιουργία μιας θεατρικής ομάδας!
Όταν αυξήθηκε ο αριθμός των παιδιών (στο τέλος της δεκαετίας του ’60), συστάθηκαν οι κύκλοι
των ενδιαφερόντων. Ένας από τους κύκλους – ο πιο βασικός – ήταν αυτός του θεάτρου. Την πρώτη,
λοιπόν, θεατρική ομάδα του σχολείου ανέλαβε ο κύριος Ν. Κοπιδάκης. Εκείνα τα παιδιά, που είχαν
εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για το θέατρο, ως μέλη του θεατρικού κύκλου μπορούσαν να
συζητούν για οτιδήποτε σχετικό με το θέατρο, τόσο σε επίπεδο ιστορίας – δραματολογίας, όσο και
σε επίπεδο «ανάγνωσης» παραστάσεων. Τα παιδιά ενημερώνονταν για τις θεατρικές παραστάσεις
της Αθήνας αλλά και του εξωτερικού (Παρισιού και Νέας Υόρκης), καθώς επίσης μελετούσαν
εφημερίδες και περιοδικά (κριτική παραστάσεων).
Με το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70, ο κύριος Ν. Κοπιδάκης άρχισε να συστηματοποιεί τις
προσωπικές του εντυπώσεις από τη μελέτη θεατρικών έργων και τα βιώματά του από την
πολύχρονη παρακολούθηση παραστάσεων, δημιουργώντας πλέον μια σταθερή θεατρική βάση
(θεατρικό αναλόγιο), στο πλαίσιο της διδασκαλίας των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο
(αρχαίας τραγωδίας και ομηρικών επών) αφ’ ενός, αλλά και στο πλαίσιο της θεατρικής ομάδας αφ’
ετέρου, με απαγγελία μονολόγων – διαλόγων από έργα του Μπρεχτ και του Καμπανέλλη. Σε αυτό το
σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι το αποτέλεσμα των συναντήσεων της ομάδας του θεάτρου
αποτελούσε συχνά υλικό προς παράσταση. Υπήρχε προτίμηση στα μονόπρακτα κείμενα (όπως την
«Εβραία» του Μπρεχτ, που την υποδύθηκε μια μαθήτρια, την οποία το σχολικό κοινό
καταχειροκρότησε!).
Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, την ευθύνη της οργάνωσης της θεατρικής ομάδας ανέλαβαν όσοι
από το διδακτικό προσωπικό του σχολείου το επιθυμούσαν. Ο λόγος αυτής της αλλαγής ήταν η
επιθυμια του κυρίου Ν. Κοπιδάκη για ευρεία διάδοση της θεατρικής τέχνης στο πλαίσιο της
εκπαιδευτικής διαδικασίας στο σχολείο.
2
Αυτή η τακτική είχε θετικά αποτελέσματα ως προς τη
2
Αυτολεξεί αναφέρω σε αυτό το σημείο τις σκέψεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα:
«Εγώ
δεν ήθελα
μόνο
με
έναν
περιορισμένο
αριθμό
παιδιών
να
κάνω,
θέατρο. Με
ενδιέφερε
όλα
τα παιδιά
να
έχουν
μια
δημιουργική
σχέση
σε
ό
τι αφορά
το